- σανταλίδες
- (Santalaceae). Οικογένεια ποωδών και ξυλωδών φυτών, τα οποΐα, αν και αποκτούν πολυάριθμους βλαστούς και πράσινα φύλλα, αναπτύσσονται συχνά ημιπαρασιτικά, με ριζικά απομυζητικά όργανα, στα υπόγεια μέρη γειτονικών ειδών. Έχουν μικρά άνθη, αρσενικά, θηλυκά και με τα δύο φύλλα μόνοικα ή δίοικα και ο καρπός τους είναι δρύπη ή κάρυο.
Η οικογένεια των Σ. περιλαμβάνει κυρίως είδη γνωστά στις ανατολικές Ινδίες και στο αρχιπέλαγος της Μαλαισίας. Στην ελληνική χλωρίδα αντιπροσωπεύονται από το γένος θέσιο ή θήσειο και από το μικρό θάμνο όσυρη.
Το σάνταλο το λευκό (santalum), το αξιολο-γότερο γένος των Σ., είναι πόα ή θάμνος φρυγανώδης που ζει παρασιτικά πάνω σε άλλα φυτά, στων οποίων τη ρίζα προσκολλιέται με τους μυζητήρες της ρίζας του. Το ξύλο του είναι ελαιώδες, με έντονη ευχάριστη μυρουδιά και χρησιμοποιείται στην ξυλογλυπτική. Το λάδι του, που βγαίνει με απόσταξη, χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και στην ιατρική. Το ευωδιαστό του ξύλο καίγεται ως θυμίαμα στις τελετές των βουδιστών. Τα φύλλα του είναι λεπτά, και αιχμηρά και έχουν χρώμα κίτρινο ως κόκκινο, και οι καρποί του όταν ωριμάσουν μοιάζουν με κεράσια.
Το φυτό σάνταλο το λευκό.
* * *οι, Νβοτ. οικογένεια δικότυλων αγγειόσπερμων φυτών, με χαρακτηριστικό γένος το σάνταλο, η οποία ανήκει στην τάξη σανταλώδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. santalaceae (< σάνταλο*)].
Dictionary of Greek. 2013.